- μεμονωμένως
- μεμονωμένωςsinglyindeclform (adverb)μονόωmake singleperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεμονωμένως — και μεμονωμένα (Α μεμονωμένως) επίρρ. χωριστά, κατ ιδίαν, απομονωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμονωμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού ρ. μονῶ] … Dictionary of Greek